- νόμισμ'
- νόμισμα , νόμισμαanything sanctioned by currentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
πέζο — το 1. ναυτ. παράγγελμα που επιτάσσει το τράβηγμα ενός σχοινιού προς τα κάτω με όλο το βάρος τού σώματος τού ναύτη 2. (νομισμ.) (ορθή προφ. πέσο) νομισματική μονάδα διαφόρων κρατών τής Λατινικής Αμερικής 3. το βάρος ενός αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πιάστρο — το, Ν (νομισμ.) νομισματική μονάδα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου, που ισοδυναμεί με το 1/100 τής τουρκικής και τής αιγυπτιακής λίρας και που στην περίπτωση τής πρώτης λέγεται και γρόσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piastra «λεπτός μεταλλικός δίσκος,… … Dictionary of Greek
πιστόλα — Παλαιό ισπανικό χρυσό νόμισμα, ίσο με διπλό σκούδο. Κυκλοφόρησε από τον 16o μέχρι τον 18o αι. Περιείχε 6,20 γραμμάρια χρυσού έως το 1786, οπότε το περιεχόμενό του σε καθαρό χρυσό περιορίστηκε σε 5,92 γραμμάρια. Τον 17o αι. η ονομασία π. δόθηκε σε … Dictionary of Greek
πφένιχ — το, Ν (νόμισμ.) νομισματική μονάδα τής Γερμανίας, ίση προς το ένα εκατοστό τού μάρκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Pfenning] … Dictionary of Greek
συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… … Dictionary of Greek